Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αλλάζω γνώμη 2) (

  • 1 изменить

    изменить 1) αλλάζω, μεταβάλλω \изменить мнение αλλάζω γνώμη 2) (предать ) προδίδω απατώ (нарушить верность) \измениться αλλάζω, μεταβάλλομαι
    * * *
    1) αλλάζω, μεταβάλλω

    измени́ть мне́ние — αλλάζω γνώμη

    2) ( предать) προδίδω; απατώ ( нарушить верность)

    Русско-греческий словарь > изменить

  • 2 менять

    ρ.δ.μ.
    1. αλλάσσω, ανταλλάσσω, αλλάζω•

    менять товар на товар ανταλλάσσω εμπόρευμα με εμπόρευμα ή είδος με είδος.

    2. χαλνώ, τσακίζω, κάνω ψιλά, λιανά, λιανώματα (για χρήματα).
    3. αλλάζω, αντικαθιστώ με άλλο•

    -бель αλλάζω τα εσώρουχα;

    4. μεταβάλλω, αλλοιώνω•

    менять голос αλλάζω τη φωνή•

    менять внешность αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση•

    менять убеждения αλλάζω πεποθήσεις•

    менять религию αλλαξοπιστώ•

    -мнение αλλάζω γνώμη.

    αλλάζω• μεταβάλλομαι•

    давай менять авторучками έλα αλλάξουμε τους στύλους•

    часовые -ются οι σκοποί αλλάζουν•

    моды -ются οι μόδες αλλάζουν•

    характер -ется ο χαρακτήρας αλλάζει;

    εκφρ.
    менять в лице – αλλάζω στην όψη, στο πρόσωπς.

    Большой русско-греческий словарь > менять

  • 3 переменить

    -меню, -мнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переменённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. αλλάζω,• переменить книгу в библиотеке αλλάζω το βιβλίο στη βιβλιοθήκη•

    переменить работу αλλάζω τη δουλειά•

    переменить бель αλλάζω τα εσώρουχα•

    переменить разговор αλλάζω την κουβέντα.

    2. κάνω τι διαφορετικό•

    переменить голос αλλάζω τη φωνή•

    переменить мнение αλλάζω γνώμη.

    1. αλλάζω, γίνομαι διαφορετικός•

    тема разговора -лась το θέμα της συνομιλίας άλλαξε•

    жизнь -лась η ζωή άλλαξε•

    погода скоро -ится ο καιρός γρήγορα θ αλλάξει•

    женится-переменится όποιος παντρεύεται - συμμαζεύεται (αλλάζει).

    2. αλλάζω•

    переменить ролями αλλάζομε τους ρόλους.

    Большой русско-греческий словарь > переменить

  • 4 мнение

    ουδ.
    1. γνώμη•

    общественное мнение η γνώμη της κοινωνίας•

    высказать своё мнение λέγω τη γνώμη μου•

    обмен -ями ανταλλαγή γνωμών•

    благоприятное мнение ευμενής γνώμη•

    борьба -ий πάλη γνωμών•

    разделять мнение συμμερίζομαι τη γνώμη•

    изменять мнение αλλάζω γνώμη•

    быть хорошего -я о ком-л. έχω καλή γνώμη για κάποιον•

    быть худого -я о ком-л. έχω κακή γνώμη (ιδέα) για κάποιον•

    быть о себе слишком высокого -я έχω πολΰ μέγαλη ιδέα για τον εαυτό μου•

    быть одного -я с кем-л. έχω την ίδια γνώμη με κάποιον•

    я того -я, что... έχω την ίδια γνώμη που... • я присоединяюсь к вашему -ю τάσσομαι με τη γνώμη σας.

    2. πόρισμα, απόφαση•

    мнение комиссии το πόρισμα της επιτροπής•

    мнение суда απόφαση δικαστηρίου.

    Большой русско-греческий словарь > мнение

  • 5 передумать

    передумать αλλάζω γνώμη, μετανιώνω, μετανοώ
    * * *
    αλλάζω γνώμη, μετανιώνω, μετανοώ

    Русско-греческий словарь > передумать

  • 6 раздумать

    раздумать αλλάζω γνώμη; μετανιώνω (передумать)' я \раздуматьл ехать μετάνιωσα και δε θα φύγω
    * * *
    αλλάζω γνώμη; μετανιώνω ( передумать)

    я разду́мал е́хать — μετάνιωσα και δε θα φύγω

    Русско-греческий словарь > раздумать

  • 7 менять

    менять
    несов в разн. знач. ἀλλαζα), μεταβάλλω:
    \менять белье ἀλλάζω ἀσπρόρρου-χα· \менять деньги χάλάω χρήματα, κάνω ψιλά· \менять положение μεταβάλλω τήν κατάσταση· \менять свое мнение μεταβάλλω (или ἀλλάζω) γνώμη· \менять политику ἀλλάζω πολιτική· э́то не меняет дела αὐτό δέν'άλ-λάζει τήν ὑπόθεση.

    Русско-новогреческий словарь > менять

  • 8 передумать

    передумать
    сов, передумывать несов
    1. (менять мнение) ἀλλάζω γνώμη, ἀλλάζω ἀπόφαση
    2. (обдумывать многое) σκέφτομαι πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > передумать

  • 9 одуматься

    одуматься
    сов ἀλλάζω γνώμη, μετα-νοιωνω.

    Русско-новогреческий словарь > одуматься

  • 10 переубеждаться

    переубеждать||ся
    μεταπείθομαι, ἀλλάζω γνώμη.

    Русско-новогреческий словарь > переубеждаться

  • 11 раздумать

    разду́м||ать
    сов (передумать) ἀλλάζω γνώμη, μετανοιώνω:
    я \раздуматьал писать μετάνοιωσα νά γράψω.

    Русско-новогреческий словарь > раздумать

  • 12 разубедиться

    разубедить||ся
    (в чем-л.) μεταπείθομαι, ἀλλάζω γνώμη.

    Русско-новогреческий словарь > разубедиться

  • 13 раздумать

    [ραζντούματ"] ρ. αλλάζω γνώμη

    Русско-греческий новый словарь > раздумать

  • 14 раздумать

    [ραζντούματ"] ρ αλλάζω γνώμη

    Русско-эллинский словарь > раздумать

  • 15 надумать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надуманный, βρ: -ман, -а, -о
    παίρνω την απόφαση ύστερα από σκέψη. || επινοώ, εφευρίσκω, σοφίζομαι, μηχανεύομαι.
    1. κουράζομαι να σκέφτομαι. || ανησυχώ, μου περνούν άσχημες σκέψεις.
    2. βλ. ρ. ενεργ. φ.
    μετανοώ, αλλάζω γνώμη, σκοπό.

    Большой русско-греческий словарь > надумать

  • 16 изменять

    измен||ять
    несов
    1. (делать другим) ἀλλάζω, μεταβάλλω / τροποποιώ, τροπο-λογῶ (видоизменять) / μεταλλάσσω (переменять):
    \изменять проект закона τροποποιώ τό νομοσχέδιο· \изменять смысл слова τροπο-λογῶ ^или ἀλλάζω) τό νόημα τῆς λέξης· \изменять мнение μεταβάλλω γνώμη·
    2. (предавать) προδίδω, παραβαίνω, ἀθετω:
    \изменять долгу παραβαίνω τό καθήκον μου· \изменять убеждениям ἀπαρνοῦμαι τίς πεποιθήσεις μου· \изменять слову δέν βαστώ τό λόγο μου·
    3. (быть неверным) ἀπιστω, ὀπατῶ· ◊ силы мне \изменятья́ют μέ προδίδουν οἱ δυνάμεις μου· если память мие не \изменятьяет ἄν δέν μέ γελάει ἡ μνήμη μου.

    Русско-новогреческий словарь > изменять

  • 17 переубеждать

    переубеждать
    несов, переубедить сов μεταπείθω, ἀλλάζω τήν γνώμη κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > переубеждать

  • 18 передумать

    ρ.σ.
    1. αλλάζω (μεταβάλλω) γνώμη, αλλαξογνωμώ.
    2. μτφ. σκέφτομαι (για όλους, πολλούς, πολλά, όλα).

    Большой русско-греческий словарь > передумать

  • 19 разубедить

    -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. μεταπείθω, αναπείθω, αλλάζω τη γνώμη κάποιου•

    никак не -дшпь е με κανένα τρόπο δεν την μεταπείθεις.

    μεταπείθομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разубедить

  • 20 такой

    αντων.
    1. τέτοιος•

    такой работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται•, какой есть τέτοιος, που είναι•

    я не такой человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που

    αλλάζω τη γνώμη μου•

    до такой степени σε τέτοιο βαθμό•

    нет -ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας•

    точно такой же τέτοιος ακριβώς, απαράλλαχτος•

    -ие друзья редки τέτο ιο ι, φίλοι, είναι, σπάνιοι•

    в -ом же омысле στο ίδιο πνεύμα.

    2. σε συνδυασμό με τις αντωνυμίες•

    кто, что, какой σημαίνει ακριβώς•

    кто он такой ποιος ακριβώς είν' αυτός.

    || σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то σημαίνει: κάποιος, κάτι.
    3. ουσ. такое ουδ. τέτοιο•

    мы к -ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε.

    εκφρ.
    - им образон – α) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι•
    в -ом случаеκ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση•
    и всё • такойое (прочее) – και όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)• όλ αυτά και τ άλλα τέτοια•
    что -ое – τι είναι ή τι θα πει•
    что -ое космос? – τι είναι το διάστημα;•
    что -ое ракета? – τι είναι ο πύραυλος;•
    что же (ж) -оеκ. что же (ж) -ого τι το ιδιαίτερο (είναι εδώ).

    Большой русско-греческий словарь > такой

См. также в других словарях:

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… …   Dictionary of Greek

  • μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μετατρέπω — (ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω) 1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο τού σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ) 2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν… …   Dictionary of Greek

  • μεταγινώσκω — (ΑM μεταγιγνώσκω και μεταγινώσκω) αλλάζω γνώμη, μετανοώ, μεταμελούμαι («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.) αρχ. 1. γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι πολύ αργά («Ἄτας δ ἀπάταν μεταγνούς», Αισχύλ.) 2. μεταβάλλω, τροποποιώ προηγούμενη απόφαση («μὴ… …   Dictionary of Greek

  • μεταμελούμαι — και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, έομαι) [μέλλω] 1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.) 2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει»,… …   Dictionary of Greek

  • ξαναγιαγέρνω — και ξαναδιαγέρνω 1. επιστρέφω, γυρίζω πάλι πίσω 2. ξανασυμβαίνω, συμβαίνω για δεύτερη φορά 3. ξαναπηγαίνω, πηγαίνω κάπου για δεύτερη φορά 4. έρχομαι ύστερα από κάποιον άλλο, έρχομαι δεύτερος 5. ασχολούμαι πάλι, νοιάζομαι πάλι για κάτι 6.… …   Dictionary of Greek

  • ξεδιαγέρνω — και ξαδιαγέρνω (Μ) 1. επιστρέφω σε προηγούμενη κατάσταση 2. αλλάζω γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + διαγέρνω «επιστρέφω, αλλάζω γνώμη»] …   Dictionary of Greek

  • συμμεταβάλλω — Α [μεταβάλλω] 1. μεταβάλλω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο 2. (αμτβ.) μεταβάλλομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο 3. (μέσ. και παθ.) συμμεταβάλλομαι α) αλλάζω γνώμη μαζί με άλλον β) αλλάζω θέση και παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • ευπαράτρεπτος — εὐπαράτρεπτος, ον (Α) αυτός που αλλάζει γνώμη εύκολα, που παρεκκλίνει εύκολα από τη γνώμη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα τρέπω «τρέπω προς άλλη κατεύθυνση, αλλάζω γνώμη»] …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»